-
1 измена
измена ж η προδοσία* η απάτη (супружеская) \измена родине η έσχατη προδοσία* * *жη προδοσία; η απάτη ( супружеская)изме́на ро́дине — η έσχατη προδοσία
-
2 измена
измен||аж ἡ προδοσία / ἡ ἀπάτη, ἡ ἀπιστία (неверность):государственная \измена ἡ ἐσχάτη προδοσία· совершать \изменау κάνω προδοσία, προδίδω. -
3 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις.
См. также в других словарях:
προδοσία — η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α [προδίδωμι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι β. «τα αργύρια τής προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
προδοσία — η η πράξη του προδότη, που προδίνει την πατρίδα του, τις ηθικές υποχρεώσεις και τα μυστικά που του εμπιστεύτηκαν: Έσχατη προδοσία (ενέργεια σε βάρος της πατρίδας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… … Dictionary of Greek
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… … Dictionary of Greek
συνωμοσία — η, ΝΜΑ [συνωμότης] μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος νεοελλ. 1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία 2. (κατ επέκτ.) κάθε εχθρική… … Dictionary of Greek